- βιογένεση
- ηαντίθ. αυτόματη γένεση η βιολογική θεωρία που υποστηρίζει πως κάθε ζωντανός οργανισμός προέρχεται από γεννήτορες όμοιούς του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιογένεση — Στη βιολογία, θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ζωντανός οργανισμός προέρχεται από άλλον οργανισμό με τον οποίο έχει μεγάλες ομοιότητες (ομοιογένεση). Η αρχή της β., omne vivum ex vivo, δηλαδή κάθε ζωντανό από ζωντανό διατυπώθηκε από τον Όσκαρ… … Dictionary of Greek
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
βιογενετικός — ή, ο ο σχετικός με τη βιογένεση … Dictionary of Greek
βιογονία — η η βιογένεση … Dictionary of Greek
βιογονικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη βιογονία ή τη βιογένεση: Τα βιογονικά στάδια των ζωντανών οργανισμών παρακολουθούνται στα εργαστήρια με πειράματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)